- υποφθόνως
- Αεπίρρ. φθονερά, εχθρικά («ὑποφθόνως καὶ οὐκέτι φιλικῶς εἶχον πρὸς τοὺς Ἀρκάδας», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + φθόνος, μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. *ὑπόφθονος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποφθόνως — ὑπόφθονος somewhat jealous adverbial ὑπόφθονος somewhat jealous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)